- θεοειδής
- -ές (ΑΜ θεοειδής, -ές)αυτός που μοιάζει με τον θεό (ή τους θεούς) («θεοειδές πρόσωπον», Πλάτ.)αρχ.1. (για πράγματα) θείος, θεϊκός («θεοειδεῖς λίθους», Ιάμβλ.)2. θεοσεβής3. το ουδ. ως ουσ. τό θεοειδέςη ομοιότητα προς τον θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -ειδής (< είδος), πρβλ. ομο-ειδής ῳο-ειδής].
Dictionary of Greek. 2013.